Strong-Verzeichnis – Studienbibel
Altes Testament
Welche Informationen sollen
beim Kopieren übernommen werden?
beim Kopieren übernommen werden?
Bitte beachten Sie, dass nicht alle
Browser diese Funktion unterstützen.
Browser diese Funktion unterstützen.
Griechisch 1801 – 2000
G1801 |
ἐνωτίζομαι (enōtizomai) – 1x ενωτισασθε (1x) |
G1802 |
Ἐνώχ (Enōch) – 3x ενωχ (3x) |
G1803 |
ἕξ (hex) – 12x εξ (12x) |
G1804 |
ἐξαγγέλλω (exaggellō) – 1x εξαγγειλητε (1x) |
G1805 |
ἐξαγοράζω (exagorazō) – 4x εξαγοραζομενοι (2x), εξηγορασεν (1x), εξαγοραση (1x) |
G1806 |
ἐξάγω (exagō) – 13x εξηγαγεν (6x), εξαγαγων (2x), εξαγουσιν (1x), εξαγει (1x), εξαγαγετωσαν (1x), [u.a.] |
G1807 |
ἐξαιρέω (exaireō) – 8x εξελε (2x), εξειλετο (2x), εξελεσθαι (1x), εξειλομην (1x), εξαιρουμενος (1x), [u.a.] |
G1808 |
ἐξαίρω (exairō) – 2x εξαρθη (1x), εξαρειτε (1x) |
G1809 |
ἐξαιτέομαι (exaiteomai) – 1x εξητησατο (1x) |
G1810 |
ἐξαίφνης (exaiphnēs) – 5x εξαιφνης (5x) |
G1811 |
ἐξακολουθέω (exakoloutheō) – 3x εξακολουθησαντες (2x), εξακολουθησουσιν (1x) |
G1812 |
ἑξακόσιοι (hexakosioi) – 1x εξακοσιων (1x) |
G1813 |
ἐξαλείφω (exaleiphō) – 5x εξαλειψει (2x), εξαλειφθηναι (1x), εξαλειψας (1x), εξαλειψω (1x) |
G1814 |
ἐξάλλομαι (exallomai) – 1x εξαλλομενος (1x) |
G1815 |
ἐξανάστασις (exanastasis) – 1x εξαναστασιν (1x) |
G1816 |
ἐξανατέλλω (exanatellō) – 2x εξανετειλεν (2x) |
G1817 |
ἐξανίστημι (exanistēmi) – 3x εξαναστηση (2x), εξανεστησαν (1x) |
G1818 |
ἐξαπατάω (exapataō) – 5x εξηπατησεν (2x), εξαπατωσιν (1x), εξαπατατω (1x), εξαπατηση (1x) |
G1819 |
ἐξάπινα (exapina) – 1x εξαπινα (1x) |
G1820 |
ἐξαπορέομαι (exaporeomai) – 2x εξαπορηθηναι (1x), εξαπορουμενοι (1x) |
G1821 |
ἐξαποστέλλω (exapostellō) – 11x εξαπεστειλεν (5x), εξαπεστειλαν (5x), εξαποστελω (1x) |
G1822 |
ἐξαρτίζω (exartizō) – 2x εξαρτισαι (1x), εξηρτισμενος (1x) |
G1823 |
ἐξαστράπτω (exastraptō) – 1x εξαστραπτων (1x) |
G1824 |
ἐξαύτης (exautēs) – 6x εξαυτης (6x) |
G1825 |
ἐξεγείρω (exegeirō) – 2x εξηγειρα (1x), εξεγερει (1x) |
G1826 |
ἔξειμι (exeimi) – 4x εξιεναι (2x), εξιοντων (1x), εξηεσαν (1x) |
G1827 |
ἐξελέγχω (exelegchō) – 0x --- |
G1828 |
ἐξέλκω (exelkō) – 1x εξελκομενος (1x) |
G1829 |
ἐξέραμα (exerama) – 1x εξεραμα (1x) |
G1830 |
ἐξερευνάω (exereunaō) – 1x εξηρευνησαν (1x) |
G1831 |
ἐξέρχομαι (exerchomai) – 223x εξηλθεν (66x), εξηλθον (26x), εξελθων (22x), εξελθοντες (18x), εξελθε (10x), [u.a.] |
G1832 |
ἔξεστι (exesti) – 31x εξεστιν (28x), εξον (3x) |
G1833 |
ἐξετάζω (exetazō) – 3x εξετασατε (2x), εξετασαι (1x) |
G1834 |
ἐξηγέομαι (exēgeomai) – 6x εξηγησατο (2x), εξηγουντο (1x), εξηγησαμενος (1x), εξηγουμενων (1x), εξηγειτο (1x) |
G1835 |
ἑξήκοντα (hexēkonta) – 8x εξηκοντα (8x) |
G1836 |
ἑξῆς (hexēs) – 5x εξης (5x) |
G1837 |
ἐξηχέομαι (exēcheomai) – 1x εξηχηται (1x) |
G1838 |
ἕξις (hexis) – 1x εξιν (1x) |
G1839 |
ἐξίστημι (existēmi) – 18x εξισταντο (6x), εξεστησαν (5x), εξιστασθαι (1x), εξεστη (1x), επει (1x), [u.a.] |
G1840 |
ἐξισχύω (exischuō) – 1x εξισχυσητε (1x) |
G1841 |
ἔξοδος (exodos) – 3x εξοδον (2x), εξοδου (1x) |
G1842 |
ἐξολοθρεύω (exolothreuō) – 1x εξολοθρευθησεται (1x) |
G1843 |
ἐξομολογέω (exomologeō) – 10x εξομολογουμενοι (3x), εξομολογουμαι (2x), εξωμολογησεν (1x), εξομολογησεται (1x), εξομολογησομαι (1x), [u.a.] |
G1844 |
ἐξορκίζω (exorkizō) – 1x εξορκιζω (1x) |
G1845 |
ἐξορκιστής (exorkistēs) – 1x εξορκιστων (1x) |
G1846 |
ἐξορύσσω (exorussō) – 2x εξορυξαντες (2x) |
G1847 |
ἐξουδενόω (exoudenoō) – 1x εξουδενωθη (1x) |
G1848 |
ἐξουθενέω (exoutheneō) – 11x εξουθενουντας (1x), εξουθενησας (1x), εξουθενηθεις (1x), εξουθενειτω (1x), εξουθενεις (1x), [u.a.] |
G1849 |
ἐξουσία (exousia) – 103x εξουσιαν (57x), εξουσια (28x), εξουσιας (12x), εξουσιαις (3x), εξουσιαι (2x), [u.a.] |
G1850 |
ἐξουσιάζω (exousiazō) – 4x εξουσιαζει (2x), εξουσιαζοντες (1x), εξουσιασθησομαι (1x) |
G1851 |
ἐξοχή (exochē) – 1x εξοχην (1x) |
G1852 |
ἐξυπνίζω (exupnizō) – 1x εξυπνισω (1x) |
G1853 |
ἔζυπνος (exupnos) – 1x εξυπνος (1x) |
G1854 |
ἔξω (exō) – 63x εξω (63x) |
G1855 |
ἔξωθεν (exōthen) – 13x εξωθεν (13x) |
G1856 |
{ἐξωθέω} ἐξώθω (exōtheō exōthō) – 2x εξωσεν (1x), εξωσαι (1x) |
G1857 |
ἐξώτερος (exōteros) – 3x εξωτερον (3x) |
G1858 |
ἑορτάζω (heortazō) – 1x εορταζωμεν (1x) |
G1859 |
ἑορτή (heortē) – 27x εορτη (11x), εορτην (11x), εορτης (5x) |
G1860 |
ἐπαγγελία (epaggelia) – 52x επαγγελιας (23x), επαγγελιαν (16x), επαγγελια (7x), επαγγελιαι (3x), επαγγελιων (2x), [u.a.] |
G1861 |
ἐπαγγέλλω (epaggellō) – 15x επηγγειλατο (5x), επηγγελται (3x), επαγγελλομενοι (2x), επαγγειλαμενος (2x), επηγγειλαντο (1x), [u.a.] |
G1862 |
ἐπάγγελμα (epaggelma) – 2x επαγγελματα (1x), επαγγελμα (1x) |
G1863 |
ἐπάγω (epagō) – 3x επαγαγειν (1x), επαγοντες (1x), επαξας (1x) |
G1864 |
ἐπαγωνίζομαι (epagōnizomai) – 1x επαγωνιζεσθαι (1x) |
G1865 |
ἐπαθροίζω (epathroizō) – 1x επαθροιζομενων (1x) |
G1866 |
Ἐπαίνετος (Epainetos) – 1x επαινετον (1x) |
G1867 |
ἐπαινέω (epaineō) – 6x επαινω (3x), επηνεσεν (1x), επαινεσατε (1x), επαινεσω (1x) |
G1868 |
ἔπαινος (epainos) – 11x επαινον (7x), επαινος (4x) |
G1869 |
ἐπαίρω (epairō) – 19x επαρας (4x), επηρεν (3x), επαραντες (2x), επαρατε (2x), επηραν (2x), [u.a.] |
G1870 |
ἐπαισχύνομαι (epaischunomai) – 11x επαισχυνθη (3x), επαισχυνθησεται (2x), επαισχυνομαι (2x), επαισχυνεται (2x), επαισχυνεσθε (1x), [u.a.] |
G1871 |
ἐπαιτέω (epaiteō) – 1x επαιτειν (1x) |
G1872 |
ἐπακολουθέω (epakoloutheō) – 4x επακολουθουντων (1x), επηκολουθησεν (1x), επακολουθουσιν (1x), επακολουθησητε (1x) |
G1873 |
ἐπακούω (epakouō) – 1x επηκουσα (1x) |
G1874 |
ἐπακροάομαι (epakroaomai) – 1x επηκροωντο (1x) |
G1875 |
ἐπάν (epan) – 3x επαν (3x) |
G1876 |
ἐπάναγκες (epanagkes) – 1x επαναγκες (1x) |
G1877 |
επανάγω (epanagō) – 3x επαναγων (1x), επαναγαγειν (1x), επαναγαγε (1x) |
G1878 |
ἐπαναμιμνήσκω (epanamimnēskō) – 1x επαναμιμνησκων (1x) |
G1879 |
ἐπαναπαύομαι (epanapauomai) – 2x επαναπαυσεται (1x), επαναπαυη (1x) |
G1880 |
ἐπανέρχομαι (epanerchomai) – 2x επανερχεσθαι (1x), επανελθειν (1x) |
G1881 |
ἐπανίσταμαι (epanistamai) – 2x επαναστησονται (2x) |
G1882 |
ἐπανόρθωσις (epanorthōsis) – 1x επανορθωσιν (1x) |
G1883 |
ἐπάνω (epanō) – 20x επανω (20x) |
G1884 |
ἐπαρκέω (eparkeō) – 3x επηρκεσεν (1x), επαρκειτω (1x), επαρκεση (1x) |
G1885 |
ἐπαρχία (eparchia) – 2x επαρχιας (1x), επαρχια (1x) |
G1886 |
ἔπαυλις (epaulis) – 1x επαυλις (1x) |
G1887 |
ἐπαύριον (epaurion) – 17x επαυριον (17x) |
G1888 |
ἐπαυτοφώρῳ (epautophōrō) – 1x αυτοφωρω (1x) |
G1889 |
Ἐπαφρᾶς (Epaphras) – 3x επαφρας (2x), επαφρα (1x) |
G1890 |
ἐπαφρίζω (epaphrizō) – 1x επαφριζοντα (1x) |
G1891 |
Ἐπαφρόδιτος (Epaphroditos) – 2x επαφροδιτον (1x), επαφροδιτου (1x) |
G1892 |
ἐπεγείρω (epegeirō) – 2x επηγειραν (2x) |
G1893 |
ἐπεί (epei) – 26x επει (26x) |
G1894 |
ἐπειδή (epeidē) – 10x επειδη (10x) |
G1895 |
ἐπειδήπερ (epeidēper) – 1x επειδηπερ (1x) |
G1896 |
ἐπεῖδον (epeidon) – 2x επειδεν (1x), επιδε (1x) |
G1897 |
ἐπείπερ (epeiper) – 1x επειπερ (1x) |
G1898 |
ἐπεισαγωγή (epeisagōgē) – 1x επεισαγωγη (1x) |
G1899 |
ἔπειτα (epeita) – 16x επειτα (16x) |
G1900 |
ἐπέκεινα (epekeina) – 1x επεκεινα (1x) |
G1901 |
ἐπεκτείνομαι (epekteinomai) – 1x επεκτεινομενος (1x) |
G1902 |
ἐπενδύομαι (ependuomai) – 2x επενδυσασθαι (2x) |
G1903 |
ἐπενδύτης (ependutēs) – 1x επενδυτην (1x) |
G1904 |
ἐπέρχομαι (eperchomai) – 10x επελευσεται (2x), επελθη (2x), επελθων (1x), επερχομενων (1x), επελθοντος (1x), [u.a.] |
G1905 |
ἐπερωτάω (eperōtaō) – 59x επηρωτησεν (18x), επηρωτησαν (10x), επηρωτων (9x), επηρωτα (8x), επερωτησαι (3x), [u.a.] |
G1906 |
ἐπερώτημα (eperōtēma) – 1x επερωτημα (1x) |
G1907 |
ἐπέχω (epechō) – 5x επεχων (1x), επειχεν (1x), επεσχεν (1x), επεχοντες (1x), επεχε (1x) |
G1908 |
ἐπηρεάζω (epēreazō) – 3x επηρεαζοντων (2x), επηρεαζοντες (1x) |
G1909 |
ἐπί (epi) – 901x επι (677x), επ (145x), εφ (79x) |
G1910 |
ἐπιβαίνω (epibainō) – 6x επιβαντες (2x), επιβεβηκως (1x), επεβην (1x), επεβημεν (1x), επιβας (1x) |
G1911 |
ἐπιβάλλω (epiballō) – 18x επεβαλον (6x), επεβαλεν (3x), επιβαλλει (2x), επιβαλων (2x), επεβαλλεν (1x), [u.a.] |
G1912 |
ἐπιβαρέω (epibareō) – 3x επιβαρησαι (2x), επιβαρω (1x) |
G1913 |
ἐπιβιβάζω (epibibazō) – 3x επιβιβασας (1x), επεβιβασαν (1x), επιβιβασαντες (1x) |
G1914 |
ἐπιβλέπω (epiblepō) – 3x επεβλεψεν (1x), επιβλεψαι (1x), επιβλεψητε (1x) |
G1915 |
ἐπίβλημα (epiblēma) – 3x επιβλημα (3x) |
G1916 |
ἐπιβοάω (epiboaō) – 1x επιβοωντες (1x) |
G1917 |
ἐπιβουλή (epiboulē) – 4x επιβουλης (2x), επιβουλη (1x), επιβουλαις (1x) |
G1918 |
ἐπιγαμβρεύω (epigambreuō) – 1x επιγαμβρευσει (1x) |
G1919 |
ἐπίγειος (epigeios) – 7x επιγεια (3x), επιγειων (2x), επιγειος (2x) |
G1920 |
ἐπιγίνομαι (epiginomai) – 1x επιγενομενου (1x) |
G1921 |
ἐπιγινώσκω (epiginōskō) – 42x επιγνοντες (5x), επεγνωσαν (5x), επιγνους (5x), επιγνωσεσθε (3x), επεγινωσκον (3x), [u.a.] |
G1922 |
ἐπίγνωσις (epignōsis) – 20x επιγνωσιν (11x), επιγνωσει (6x), επιγνωσεως (2x), επιγνωσις (1x) |
G1923 |
ἐπιγραφή (epigraphē) – 5x επιγραφη (4x), επιγραφην (1x) |
G1924 |
ἐπιγράφω (epigraphō) – 5x επιγραψω (2x), επιγεγραμμενη (1x), επεγεγραπτο (1x), επιγεγραμμενα (1x) |
G1925 |
ἐπιδείκνυμι (epideiknumi) – 9x επιδειξαι (3x), επιδειξατε (3x), επεδειξεν (1x), επιδεικνυμεναι (1x), επιδεικνυς (1x) |
G1926 |
ἐπιδέχομαι (epidechomai) – 2x επιδεχεται (2x) |
G1927 |
ἐπιδημέω (epidēmeō) – 2x επιδημουντες (2x) |
G1928 |
ἐπιδιατάσσομαι (epidiatassomai) – 1x επιδιατασσεται (1x) |
G1929 |
ἐπιδίδωμι (epididōmi) – 11x επιδωσει (5x), επεδωκαν (2x), επεδοθη (1x), επεδιδου (1x), επιδωσω (1x), [u.a.] |
G1930 |
ἐπιδιορθόω (epidiorthoō) – 1x επιδιορθωση (1x) |
G1931 |
ἐπιδύω (epiduō) – 1x επιδυετω (1x) |
G1932 |
ἐπιείκεια (epieikeia) – 2x επιεικεια (1x), επιεικειας (1x) |
G1933 |
ἐπιεικής (epieikēs) – 5x επιεικες (1x), επιεικη (1x), επιεικεις (1x), επιεικης (1x), επιεικεσιν (1x) |
G1934 |
ἐπιζητέω (epizēteō) – 15x επιζητει (7x), επιζητω (2x), επεζητουν (1x), επιζητησας (1x), επεζητησεν (1x), [u.a.] |
G1935 |
ἐπιθανάτιος (epithanatios) – 1x επιθανατιους (1x) |
G1936 |
ἐπίθεσις (epithesis) – 4x επιθεσεως (4x) |
G1937 |
ἐπιθυμέω (epithumeō) – 16x επεθυμησαν (2x), επεθυμησα (2x), επιθυμησεις (2x), επιθυμει (2x), επιθυμησαι (1x), [u.a.] |
G1938 |
ἐπιθυμητής (epithumētēs) – 1x επιθυμητας (1x) |
G1939 |
ἐπιθυμία (epithumia) – 38x επιθυμιας (13x), επιθυμιαις (10x), επιθυμια (8x), επιθυμιαν (5x), επιθυμιαι (1x), [u.a.] |
G1940 |
ἐπικαθίζω (epikathizō) – 1x επεκαθισεν (1x) |
G1941 |
ἐπικαλέομαι (epikaleomai) – 32x επικαλουμενον (5x), επικαλουμενους (3x), επικληθεις (2x), επικαλεσηται (2x), επικαλουμαι (2x), [u.a.] |
G1942 |
ἐπικάλυμα (epikaluma) – 1x επικαλυμμα (1x) |
G1943 |
ἐπικαλύπτω (epikaluptō) – 1x επεκαλυφθησαν (1x) |
G1944 |
ἐπικατάρατος (epikataratos) – 3x επικαταρατος (2x), επικαταρατοι (1x) |
G1945 |
ἐπίκειμαι (epikeimai) – 7x επικεισθαι (1x), επεκειντο (1x), επεκειτο (1x), επικειμενον (1x), επικειμενου (1x), [u.a.] |
G1946 |
Ἐπικούρειος (Epikoureios) – 1x επικουρειων (1x) |
G1947 |
ἐπικουρία (epikouria) – 1x επικουριας (1x) |
G1948 |
ἐπικρίνω (epikrinō) – 1x επεκρινεν (1x) |
G1949 |
ἐπιλαμβάνομαι (epilambanomai) – 19x επιλαβομενος (5x), επιλαβομενοι (5x), επελαβετο (2x), επιλαβωνται (2x), επιλαμβανεται (2x), [u.a.] |
G1950 |
ἐπιλανθάνομαι (epilanthanomai) – 8x επελαθοντο (2x), επιλανθανεσθε (2x), επιλελησμενον (1x), επιλανθανομενος (1x), επιλαθεσθαι (1x), [u.a.] |
G1951 |
ἐπιλέγομαι (epilegomai) – 2x επιλεγομενη (1x), επιλεξαμενος (1x) |
G1952 |
ἐπιλείπω (epileipō) – 1x επιλειψει (1x) |
G1953 |
ἐπιλησμονή (epilēsmonē) – 1x επιλησμονης (1x) |
G1954 |
ἐπίλοιπος (epiloipos) – 1x επιλοιπον (1x) |
G1955 |
ἐπίλυσις (epilusis) – 1x επιλυσεως (1x) |
G1956 |
ἐπιλύω (epiluō) – 2x επελυεν (1x), επιλυθησεται (1x) |
G1957 |
ἐπιμαρτυρέω (epimartureō) – 1x επιμαρτυρων (1x) |
G1958 |
ἐπιμέλεια (epimeleia) – 1x επιμελειας (1x) |
G1959 |
ἐπιμελέομαι (epimeleomai) – 3x επεμεληθη (1x), επιμεληθητι (1x), επιμελησεται (1x) |
G1960 |
ἐπιμελῶς (epimelōs) – 1x επιμελως (1x) |
G1961 |
ἐπιμένω (epimenō) – 17x επιμειναι (3x), επιμενειν (2x), επεμειναμεν (2x), επεμενον (1x), επεμενεν (1x), [u.a.] |
G1962 |
ἐπινεύω (epineuō) – 1x επενευσεν (1x) |
G1963 |
ἐπίνοια (epinoia) – 1x επινοια (1x) |
G1964 |
ἐπιορκέω (epiorkeō) – 1x επιορκησεις (1x) |
G1965 |
ἐπίορκος (epiorkos) – 1x επιορκοις (1x) |
G1966 |
ἐπιοῦσα (epiousa) – 5x επιουση (5x) |
G1967 |
ἐπιούσιος (epiousios) – 2x επιουσιον (2x) |
G1968 |
ἐπιπίπτω (epipiptō) – 13x επεπεσεν (8x), επιπιπτειν (1x), επιπεσων (1x), επιπεπτωκος (1x), επιπεσοντες (1x), [u.a.] |
G1969 |
ἐπιπλήσσω (epiplēssō) – 1x επιπληξης (1x) |
G1970 |
ἐπιπνίγω (epipnigō) – 0x --- |
G1971 |
ἐπιποθέω (epipotheō) – 9x επιποθω (2x), επιποθουντες (2x), επιποθων (2x), επιποθουντων (1x), επιποθει (1x), [u.a.] |
G1972 |
ἐπιπόθησις (epipothēsis) – 2x επιποθησιν (2x) |
G1973 |
ἐπιπόθητος (epipothētos) – 1x επιποθητοι (1x) |
G1974 |
ἐπιποθία (epipothia) – 1x επιποθιαν (1x) |
G1975 |
ἐπιπορεύομαι (epiporeuomai) – 1x επιπορευομενων (1x) |
G1976 |
ἐπιῤῥάπτω (epirrhaptō) – 1x επιρραπτει (1x) |
G1977 |
ἐπιῤῥίπτω (epirrhiptō) – 2x επιρριψαντες (2x) |
G1978 |
ἐπίσημος (episēmos) – 2x επισημον (1x), επισημοι (1x) |
G1979 |
ἐπισιτισμός (episitismos) – 1x επισιτισμον (1x) |
G1980 |
ἐπισκέπτομαι (episkeptomai) – 11x επεσκεψατο (4x), επεσκεψασθε (2x), επισκεψασθε (1x), επισκεψασθαι (1x), επισκεψωμεθα (1x), [u.a.] |
G1981 |
ἐπισκηνόω (episkēnoō) – 1x επισκηνωση (1x) |
G1982 |
ἐπισκιάζω (episkiazō) – 5x επεσκιασεν (2x), επισκιαζουσα (1x), επισκιασει (1x), επισκιαση (1x) |
G1983 |
ἐπισκοπέω (episkopeō) – 2x επισκοπουντες (2x) |
G1984 |
ἐπισκοπή (episkopē) – 4x επισκοπης (3x), επισκοπην (1x) |
G1985 |
ἐπίσκοπος (episkopos) – 5x επισκοπον (3x), επισκοπους (1x), επισκοποις (1x) |
G1986 |
ἐπισπάομαι (epispaomai) – 1x επισπασθω (1x) |
G1987 |
ἐπίσταμαι (epistamai) – 14x επιστασθε (5x), επισταμενος (4x), επισταμαι (2x), επιστανται (2x), επισταται (1x) |
G1988 |
ἐπιστάτης (epistatēs) – 7x επιστατα (7x) |
G1989 |
ἐπιστέλλω (epistellō) – 3x επιστειλαι (1x), επεστειλαμεν (1x), επεστειλα (1x) |
G1990 |
ἐπιστήμων (epistēmōn) – 1x επιστημων (1x) |
G1991 |
ἐπιστηρίζω (epistērizō) – 4x επιστηριζων (2x), επιστηριζοντες (1x), επεστηριξαν (1x) |
G1992 |
ἐπιστολή (epistolē) – 24x επιστολη (7x), επιστολην (6x), επιστολων (4x), επιστολης (3x), επιστολας (2x), [u.a.] |
G1993 |
ἐπιστομίζω (epistomizō) – 1x επιστομιζειν (1x) |
G1994 |
ἐπιστρέφω (epistrephō) – 37x επιστρεψας (6x), επιστραφεις (4x), επιστρεψωσιν (3x), επιστρεψατω (3x), επιστρεψη (3x), [u.a.] |
G1995 |
ἐπιστροφή (epistrophē) – 1x επιστροφην (1x) |
G1996 |
ἐπισυνάγω (episunagō) – 7x επισυναγαγειν (1x), επισυναγει (1x), επισυναξουσιν (1x), επισυνηγμενη (1x), επισυναξει (1x), [u.a.] |
G1997 |
ἐπισυναγωγή (episunagōgē) – 2x επισυναγωγης (1x), επισυναγωγην (1x) |
G1998 |
ἐπισυντρέχω (episuntrechō) – 1x επισυντρεχει (1x) |
G1999 |
ἐπισύστασις (episustasis) – 2x επισυστασιν (1x), επισυστασις (1x) |
G2000 |
ἐπισφαλής (episphalēs) – 1x επισφαλους (1x) |